- τρέμουσα
- τρέμωtremblepres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρέμουσα — η, Ν 1. μικρό δισκάριο από γυαλιστερό μέταλλο για διακόσμηση ενδυμάτων, η πούλια 2. μετάλλινη κυματοειδής τυπογραφική γραμμή, η οποία χρησιμεύει ως διαχωριστική γραμμή ή ως υπογράμμιση πλάγιου υπερτίτλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ.… … Dictionary of Greek
τρεμούσας — τρεμούσᾱς , τρέμω tremble pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) τρεμούσᾱς , τρέμω tremble pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπόλι — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού δένδρου λευκή ή τρέμουσα λεύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. topol] … Dictionary of Greek
τρέμω — ΝΜΑ 1. ταράζομαι από αλλεπάλληλες κινήσεις, σείομαι (α. «έτρεμε ο τόπος από τον σεισμό» β. «τρέμει ή φωνή», Αριστοτ.) 2. παθαίνω τρεμούλα από αδυναμία, από κρύο ή από πυρετό (α. «έτρεμε σαν το ψάρι» β. «ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῑσα καὶ τρέμουσα», ΚΔ) 3.… … Dictionary of Greek